- χανιτζής
- χανιτζής, ο και χαντζής, οαυτός που διατηρεί χάνι, ο ξενοδόχος: Ο χαντζής μάς περιποιήθηκε πολύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χανιτζής — ο, Ν βλ. χαντζής … Dictionary of Greek
χαντζής — και χανιτζής, ο, Ν ιδιοκτήτης πανδοχείου, πανδοχέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. han ci < han (βλ. λ. χάνι) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής), πρβλ. χαλβα τζής] … Dictionary of Greek
χαντζής — ο (λ. τουρκ.), βλ. χανιτζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)